Posted by Δρ. Χαράλαμπος Σεφέρης M.D., PhD - Νευροχειρουργός
Είναι μία επεμβατική μέθοδος για την συμπτωματική θεραπεία της νόσου του Πάρκινσον αλλά και άλλων νευρολογικών παθήσεων. Η εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση (D.B.S.) βασίζεται στον ερεθισμό συγκεκριμένων περιοχών του εγκεφάλου µε υψηλής συχνότητας ηλεκτρικά ερεθίσµατα, προσφέροντας σημαντική βελτίωση των κινητικών συμπτωμάτων και κατά συνέπεια της ποιότητας της ζωής των ασθενών.
Η νόσος του Πάρκινσον είναι μία από τις συνηθέστερες και πιο γνωστές ασθένειες του νευρικού συστήματος. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη ικανότητας του ασθενή να ελέγξει την κινητικότητα των μελών του σώματός του, εξαιτίας της σύσπασης αυτών, γεγονός που καθιστά αδύνατη την επιτέλεση των καθημερινών απαραίτητων λειτουργιών. Οι ασθενείς που διαγνώσκονται με Παρκινσον κρίνεται απαραίτητο να υποβληθούν σε αγωγή ώστε να περιοριστεί ο ιδιοπαθής τρόμος, ενώ στην περίπτωση που ο ασθενής βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο, χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης.
“Πέρα από τα φάρμακα που χορηγούνται για την αντιμετώπιση του Πάρκινσον, τη λεβοντόπα και την αμανταδίνη, η ιατρική εξέλιξη έχει φέρει στο φως μετά από εκτενείς μελέτες, μια εγχειρητική διαδικασία, η οποία ονομάζεται “εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση”.
Κατά τη διενέργεια της επέμβασης, μέσα από μια μικρή οπή που διανοίγεται στο κρανίο (στο τριχωτό της κεφαλής), εφαρμόζεται ένα πολύ λεπτό ηλεκτρόδιο όπου η μία άκρη του καταλήγει στην ειδική εκείνη περιοχή του εγκεφάλου που ελέγχει την κίνηση (πυρήνες-βασικά γάγγλια), ενώ η άλλη συνδέεται κάτω από το δέρμα με μία γεννήτρια παλμών (νευροδιεγέρτης) στο στήθος. Η εκπομπή ηλεκτρικών παλμών που προκαλεί η γεννήτρια μπλοκάρει την ανώμαλη δραστηριότητα του εγκεφάλου που ευθύνεται για τις κινητικές διαταραχές. Η επέμβαση διενεργείται με τοπική αναισθησία, με τον ασθενή να είναι ξύπνιος κατά την διάρκειά της, ώστε να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση των αναγκών του αλλά και για να μπορεί να διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα της επέμβασης”, αναφέρει ο νευροχειρουργός M.D.,PhD, Σεφέρης Χαράλαμπος, ο οποίος και απαντά στις ερωτήσεις μας σχετικά με τις ενδείξεις, τη διαδικασία, τις πιθανές επιπλοκές και την αποτελεσματικότητα της μεθόδου.
Η μέθοδος εφαρμόζεται σε ασθενείς με νευρολογικά νοσήματα όπως η νόσος του Πάρκινσον, και ο ιδιοπαθής τρόμος καθώς και στον τρόμο ασθενών με σκλήρυνση κατά πλάκας, στη δυστονία και σε ασθενείς με δυσκινησίες, ενώ, ήδη έχει ξεκινήσει η εφαρμογή σε ασθενείς με ψυχιατρικά νοσήματα, όπως η ιδιοψυχαναγκαστική διαταραχή, η επιληψία και ο χρόνιος πόνος.
Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα, ασθενείς κατάλληλοι για DBS είναι:
• Οι ασθενείς που η συντηρητική φαρμακευτική θεραπεία δεν φαίνεται να τους εξασφαλίζει επαρκές λειτουργικό αποτέλεσμα.
• Όταν η συντηρητική φαρμακευτική θεραπεία είναι μεν αποτελεσματική, αλλά υπάρχει η ανάγκη συνεχούς αύξησης της.
• Η παραμένουσα στον ασθενή μετά τη συντηρητική φαρμακευτική αγωγή, δυσλειτουργία, είναι σε θέση να εμποδίζει τη ζωή και τις καθημερινές δραστηριότητες του.
• Δεν υφίστανται γενικότερες αντενδείξεις για να υποβληθεί ο ασθενής σε χειρουργική επέμβαση.
• Δεν υφίστανται ιδιαίτερες νοητικές εκπτώσεις στον ασθενή (π.χ. άνοια, ατροφία Εγκεφάλου).
• Δεν πάσχει από εξεσημασμένη ψύχωση, όπως οξεία καταθλιπτική κατάσταση.
• Ηλικία κάτω των 75 ετών χωρίς ιστορικό νεοπλασματικής νόσου.
Η μέθοδος περιλαμβάνει τα εξής στάδια:
1. Οι ασθενείς που η συντηρητική φαρμακευτική θεραπεία δεν φαίνεται να τους εξασφαλίζει επαρκές λειτουργικό αποτέλεσμα.
2. Όταν η συντηρητική φαρμακευτική θεραπεία είναι μεν αποτελεσματική, αλλά υπάρχει η ανάγκη συνεχούς αύξησης της.
3. Η παραμένουσα στον ασθενή μετά τη συντηρητική φαρμακευτική αγωγή, δυσλειτουργία, είναι σε θέση να εμποδίζει τη ζωή και τις καθημερινές δραστηριότητες του.
4. Δεν υφίστανται γενικότερες αντενδείξεις για να υποβληθεί ο ασθενής σε χειρουργική επέμβαση.
5. Δεν υφίστανται ιδιαίτερες νοητικές εκπτώσεις στον ασθενή (π.χ. άνοια, ατροφία Εγκεφάλου).
6. Δεν πάσχει από εξεσημασμένη ψύχωση, όπως οξεία καταθλιπτική κατάσταση.
7. Δεν πάσχει από εξεσημασμένη ψύχωση, όπως οξεία καταθλιπτική κατάσταση.
8. Ηλικία κάτω των 75 ετών χωρίς ιστορικό νεοπλασματικής νόσου.
Η σωστή εφαρμογή της τεχνικής απαιτεί στερεοτακτική νευροχειρουργική επέμβαση, σχολαστικό απεικονιστικό έλεγχο με MRI & CT (Μαγνητική & Αξονική Τομογραφία) μονάδα σχεδιασμού θεραπείας καθώς και πλήρως εξοπλισμένο νευροφυσιολογικό τμήμα με μηχάνημα καταγραφής και ερεθισμού.
Πιθανές επιπλοκές είναι η αιμορραγία κατά την διάρκεια του χειρουργείου και 48 ώρες μετά, σε ποσοστό σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, 0,5%, η μόλυνση και η μετεγχειρητική λοίμωξη συνήθως σε ποσοστό της τάξης του 2%.
Επίσης, μπορεί να παρουσιαστεί συνολικά ένα ποσοστό 1% των επιπλοκών που αφορούν γενικά όλες τις νευροχειρουργικές επεμβάσεις και περιλαμβάνουν οποιαδήποτε εκδήλωση από όλα τα άλλα συστήματα του οργανισμού.
Οι παρενέργειες που μπορεί να εμφανισθούν είναι αιμωδίες (μουδιάσματα) και δυσαρθρία (διαταραχή της ομιλίας). Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να μειωθεί η ενέργεια που χορηγεί ο διεγέρτης, κάτι το οποίο συνεπάγεται και μείωση του οφέλους για τον ασθενή.
Τις πρώτες μετεγχειρητικές ημέρες ξεκινάει η ρύθμιση των παραμέτρων του διεγέρτη από το νευροφυσιολόγο και η εκπαίδευση του ασθενούς για την χρήση του διεγέρτη στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητη. Επίσης, δύνονται στον ασθενή οδηγίες για τη σχέση του με τα μαγνητικά πεδία.
Ασθενείς με χρόνια νοσήματα, όπως ιδιοπαθές Πάρκινσον που δεν ρυθμίζεται πλέον με φάρμακα, τρόμο ιδιοπαθούς τύπου ή τύπου Holmes και με δυστονία είναι, βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας, δυνατόν να βελτιώσουν κατά τουλάχιστον 50% τα συμπτώματά τους με την εν τω βάθει εγκεφαλική διέγερση.
Η βελτίωση των συμπτωμάτων στην νόσο του Πάρκινσον και τον τρόμο είναι σχεδόν άμεση και οι σχεδόν ιδανικές ρυθμίσεις προσεγγίζονται σχεδόν άμεσα ή εντός της πρώτης εβδομάδας. Στη δυστονία μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη ρύθμιση μπορεί να παρέλθουν μήνες.
Φαρμακοθεραπεία μπορεί να απαιτηθεί και μετά από μία επιτυχή εμφύτευση διεγέρτη, όχι όμως στις προηγούμενες υψηλές και ανθεκτικές δοσολογίες.
Δείτε τη δημοσίευση επίσης: